Συγγραφέας: Γαβριήλ Συντομόρου, Φιλόλογος – Ιστορικός
Άμα τη κηρύξει, ως γνωστό, του κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Α΄Βαλκανικού Πολέμου, ο επικεφαλής των Ελληνικών Ναυτικών δυνάμεων Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης αφενός απελευθέρωσε τη Λήμνο και, αφετέρου, κατέστησε τον όρμο της Μούδρο βάση και ορμητήριο του Στόλου μας. Χαρακτηριστικό, βέβαια, εν πρώτοις, του εν λόγω όρμου είναι το γεγονός πως τόσο αυτός, από τη νότια πλευρά της Λήμνου, όσο και ο όρμος Μπουρνιά από τα βόρειά της, σχηματίζοντας μεταξύ τους έναν εδαφικό ισθμό, χωρίζουν, σχεδόν, το νησί σε δύο τμήματα.
Σχετικά δε με την σημαντικότατη, πράγματι, αξία του Μούδρου ως ορμητηρίου μιας κατά θάλασσα δύναμης, αποσκοπούσης στον αποκλεισμό των Δαρδανελλίων, αξίζει να τονισθούν τα παρακάτω: ότι ο εν λόγω όρμος, απέχων περί τα 45 μίλια από την είσοδο του Ελλησπόντου, ήταν, όντως, καταλληλότατος -λόγω της γεωγραφικής του αυτής θέσης- να εξυπηρετήσει κατά τον πλέον πρόσφορο τρόπο κάθε πολεμικό στόλο, όπως, τότε, ο δικός μας, επιδιώκοντα- με εγκαταστημένη τη βάση του στο συγκεκριμένο όρμο- να ενθυλακώσει τα τουρκικά πολεμικά σκάφη στο εσωτερικό των Δαρδανελλίων. «Σε εποχή», ιδίως, «που το αεροπορικό όπλο ήταν άγνωστο», όπως υποστηρίζει, ο Ναύαρχος Γρηγόριος Μεζεβίρης, «καλλίτερη επιλογή ορμητηρίου δεν μπορούσε»,στην περίπτωση εκείνη, «να γίνει και ήδη, αυτή καθεαυτή» η πραγματοποιηθείσα, τότε, από την ηγεσία του Στόλου μας, επιλογή «αποτελούσε το πρώτο βήμα για την εξασφάλιση τής» εκ μέρους μας «κυριαρχίας [επί] του Αιγαίου».
Κατά δε τον Ναύαρχο Δ.Φωκά (βλ. Ο Στόλος του Αιγαίου,σσ.40-41), «ο όρμος του Μούδρου, ο οποίος, από της 8ης Οκτωβρίου[1912], εχρησιμοποιήθη ως βάσις του Ελληνικού Στόλου, παρείχε, εκτός των στρατηγικών πλεονεκτημάτων της γεωγραφικής του θέσεως, και εξαιρετικά προσόντα ναυτικής βάσεως απορρέοντα από την φυσικήν του διαμόρφωσιν. Ο άξων»,κατ’ αρχήν, «της εισόδου του όρμου έχει, πρώτον, ΒΔ διεύθυνσιν,σχηματιζομένου του εξωτερικού όρμου. Κάμπτεται [δε], κατόπιν, προς Βορράν, προς σχηματισμόν του εσωτερικού όρμου. Τα δύο αυτά τμήματα, το εξωτερικόν και το εσωτερικόν χωρίζονται διά των δύο νησίδων “Άλογο”, αι οποίαι δημιουργούν τρεις στενούς διαύλους, εκ του εξωτερικού εις τον εσωτερικόν όρμον. Και οι δύο όρμοι είναι ευρύτατοι, ίσων περίπου διαστάσεων, δύναται δε έκαστος να περιλάβη πολυαριθμότατον στόλον. Ως ορμητήριον χρησιμοποιείται», πάντως, «ο εσωτερικός όρμος, η ύπαρξις όμως και του εξωτερικού δημιουργεί πρόσθετον πλεονέκτημα, διότι επιτρέπει καλυτέραν οργάνωσιν της αμύνης. Και το βάθος»,άλλωστε,«της θαλάσσης και η ποιότης του βυθού εξασφαλίζουν καλλίστην αγκυροβολίαν και με ισχυράν ακόμη θύελλαν, η οποία,παρά το περίκλειστον του όρμου, γίνεται αισθητή, λόγω της μεγάλης επιφανείας του…
»Και ταύτα μεν από απόψεως φυσικής διαμορφώσεως του όρμου», κατά τον Φωκά, ενώ και ο κατά τους Βαλκανικούς πολέμους Αντιπλοίαρχος- Κυβερνήτης του Αβέρωφ, και Αρχιεπιστολέας του Ελληνικού Στόλου, Σοφοκλής Ι. Δούσμανης σημειώνει τα παρακάτω για το ίδιο θέμα (βλ. το “Ημερολόγιόν” του, σσ 18,19,58,101,114,333 κα): «Η Λήμνος, και επομένως, ο Μούδρος, ως πολεμική βάσις του Ελληνικού στόλου, έχοντος ως αντίπαλον τον οθωμανικόν» στόλο «είναι ιδεώδης». Έχει αγκυροβολίον ασφαλέστατον, ευκόλως διά φραγμάτων και ναρκών αποφρασσόμενον και ευκόλως επίσης διά πυροβολικού οχυρούμενον, απέχει δε μόλις περί τα τεσσαράκοντα μίλια από της εισόδου των στενών του Ελλησπόντου, εκείθεν της οποίας» εισόδου-και συγκεκριμένα στο ναύσταθμο του Ναγαρά , ήτοι στο βαθύτερο και στενότερο σημείο των Δαρδανελλίων- βρισκόταν «το ορμητήριον του τουρκικού στόλου. Είναι, επομένως, ο Μούδρος και ναυτικώς και στρατιωτικώς ασφαλής, έχων δ’ επί πλέον,ως είπομεν, το πλεονέκτημα της μικράς από των Στενών αποστάσεως, ευκολύνει αφαντάστως (λαμβανομένης,μάλιστα, υπ’ όψιν της καταστάσεως των δύο στόλων) την,δι’ ελαφρών σκαφών, επιτήρησιν αυτών».
Βέβαια, μας υπενθυμίζει ο Δούσμανης, οφείλουμε, ασφαλώς, να «μη λησμονώμεν ότι τότε (1912) τα αεροπλάνα ευρίσκοντο εις εμβρυώδη κατάστασιν», ενώ και «υποβρύχια δεν είχεν η Τουρκία, ο δε εχθρικός στόλος πολύ δυσκόλως θα ηδύνατο, διαφεύγων την επιτήρησιν των αποκλειόντων» τον ίδιο, εντός του Ελλησπόντου, ελαφρών ελληνικών πολεμικών «σκαφών, να επιτεθή αιφνιδιαστικώς εναντίον τού, εν τω ορμητηρίω τούτω, στόλου μας. Αλλ’ έτι πλέον», συνεχίζει ο κατά τους Βαλκανικούς πολέμους κυβερνήτης του Αβέρωφ, «ο Ελληνικός στόλος, κατέχων την Λήμνον και αποκλείων εντός των Στενών τον Τουρκικόν», κατέστη «αυτομάτως, ούτως ειπείν, κυρίαρχος του Αιγαίου, επομένως, δε και των νήσων αυτού, τας οποίας» ηδύνατο, «εν οιαδήποτε στιγμή, να καταλάβη στρατιωτικώς…
»Η υπό του Ελληνικού στόλου, επομένως, κατάληψις της Λήμνου», σύμφωνα με τον τότε Αρχιεπιστολέα μας, «και η εν αυτή» τη νήσω «ίδρυσις της προκεχωρημένης αυτού βάσεως, ουχί μόνον» εξασφάλιζε «από πάσης σοβαράς επιθέσεως, τα ημέτερα παράλια, ουχί μόνον», ομοίως, εμπόδιζε «πάσαν μεταφοράν τουρκικού στρατού εκ των ασιατικών παραλίων εις τα ευρωπαϊκά και» παρείχε, «ούτω, μεγίστην βοήθειαν εις το έργον τών κατά ξηράν επιχειρήσεων,ουχί μόνον»,επιπλέον, διασφάλιζε «τας θαλασσίας συγκοινωνίας, αλλά και» απέδωσε «την ελευθερίαν, την από τόσων αιώνων απωλεσθείσαν,εις τας ελληνικοτάτας του Αιγαίου νήσους και την Κρήτην», ακόμη! Και αφού αναφωνεί ο Δούσμανης «πόσον ωραίος είναι ο Μούδρος», υπογραμμίζει πως «ο εξωτερικός κόλπος του […] είναι θαυμάσιος! Ολόκληροι στόλοι δύνανται ανέτως να αγκυροβολήσουν εντός αυτού […]. Αλλ’ ό,τι», πράγματι, εκτιμάται ως «έκτακτον [και]αληθώς μοναδικόν» προσόν του Μούδρου, είναι ο «μέγιστος εσωτερικός κόλπος» του. «Είναι ούτος, δύναταί τις να είπη»,σύμφωνα με τον τότε Αντιπλοίαρχο, «μία μεγάλη λίμνη με διαφόρους νησίδας εν αυτή και διάφορα ασφαλή αγκυροβόλια-λιμένας», δηλαδή, «εντός λιμένος- και με τρεις εξόδους στενωτάτας και ευκολότατα αποφρασσομένας».
Όπως σημειώνει ο παραπάνω, τότε, κυβερνήτης της Ελληνικής Ναυαρχίδας (βλ.σ.175),μάλιστα, κάθε φορά, που, διαρκούντων των δύο Βαλκανικών πολέμων, εισερχόταν ο Στόλος μας στο Μούδρο «κατά την,διά του στενού, τού χωρίζοντος τον εξωτερικόν κόλπον από του εσωτερικού, διαδρομήν», επαναλαμβανόταν η εξής «συνηθισμένη […] διαδικασία, ήτις πολύ μας» έκαμνε «να γελώμεν ημάς τους επί της γεφύρας του «Αβέρωφ» [ευρισκομένους]. Πάντοτε», συγκεκριμένα, «ολίγον πριν ή εισέλθωμεν εις το στενόν», σημαίναμε «εις τα λοιπά πλοία ν’ αγκυροβολήσουν συμφώνως προς το δοθέν σχέδιον. Εν ω λοιπόν ο “Αβέρωφ”», παρά την υπάρχουσα στενότητα της διόδου, εξακολουθούσε «βαίνων με την προηγουμένην μεγάλην ταχύτητά [του] μέχρι της στιγμής της αγκυροβολίας[του], η Μοιραρχίς» του Αντιπλοίαρχου Γκίνη «“Σπέτσαι”, αμέσως» διέτασσε «ελάττωσιν ταχύτητος μέχρι του ημίσεως περίπου της προηγουμένης και» διερχόταν «ούτω εν μεγαλοπρεπεία και αρκούση,εννοείται, καθυστερήσει το στενόν, εν ω επί της γεφύρας του “Αβέρωφ” τα γέλοια και τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν»!
Σχετικά δε με την εξαιρετικά μεγάλη χωρητικότητα του Μούδρου σε πλοία, χαρακτηριστική είναι η εικόνα που παρουσίαζε αυτός, για παράδειγμα, στις 13 Οκτωβρίου του 1912. Πράγματι, κατά την εν λόγω μέρα , σύμφωνα με τον πυροβολητή του θωρηκτού ΄Υδρα, Δ. Λουρέντζο -πλην των ελλιμενισμένων στο Μούδρο πολεμικών μας πλοίων- είχαν καταπλεύσει εκεί τα σκάφη: Πηνειός της “Κυκλαδικής” που «παρέλαβεν μερικούς αιχμαλώτους», η Σφακτηρία «φέρουσα ρυμουλκισμένας φορτηγίδας», η “Σαπφώ” «φέρουσα γαιάνθρακας», «αι “Σπέτσαι” του Γουδή φέρουσαι τρόφιμα και εργάτες» και το -κυβερνώμενο από τον τότε Υποπλοίαρχο Περικλή Ι. Αργυρόπουλο- τορπιλοβόλο “14” που «μετέφερεν την αλληλογραφίαν». Στις 5 Νοεμβρίου 1912, βρίσκονταν, ομοίως, αγκυροβολημένα στον Μούδρο: το επίτακτο πλοίο Αίολος, το φορτηγό “Φρόσω”, τα ατμόπλοια Πέλωψ και Αργοστόλιον και το οπλιταγωγό Κρήτη.
«Αλλ’ αν η φύσις μάς προσέφερε την μοναδικήν, υφ’ όλας τας απόψεις, βάσιν ταύτην διά τον στόλον μας εις τον αρξάμενον πόλεμον κατά της Τουρκίας», αποφαίνεται ο Δούσμανης, «ημείς όμως», αρχικά τουλάχιστον, «ούτε πυροβόλα» διαθέταμε «ούτε νάρκας διά να τον εξασφαλίσωμεν!». Ναυτική όμως βάση, συμπληρώνει ο Φωκάς (σ.42) «δεν νοείται μόνον το αγκυροβόλιον. Η βάσις προϋποθέτει ότι εξασφαλίζει τον στόλον και από εχθρικής προσβολής. Η τελευταία, διά [να ανταποκριθεί σ]τας συνθήκας της εποχής, περιωρίζετο», βεβαίως, «εις την από θαλάσσης επίθεσιν τορπιλλικών εχρειάζετο,επομένως, η βάσις ανάλογον επάκτιον άμυναν με ταχυβόλα και προβολείς». Παρ’ όλα αυτά, κατά τον Φωκά (σσ.44-45), «ως προς την άμυναν του Μούδρου, κανέν απολύτως έγκαιρον μέτρον δεν ελήφθη εκ μέρους της κεντρικής ναυτικής υπηρεσίας. Μόνον περί το τέλος του πολέμου, και τας παραμονάς της ανακωχής, εγκαταστάθηκαν υπό του προσωπικού του στόλου, εν πυροβολείον εκ τριών ταχυβόλων των 10 εκ. εις την νησίδα Κόμπι, και εν άλλο εις την είσοδον του εσωτερικού όρμου, εκ τεσσάρων ταχυβόλων των 76 χιλ.
» Και ταύτα όμως χωρίς ένα τουλάχιστον απαραίτητον προβολέα. Εν τούτοις, από των πρώτων ημερών της καταλήψεως της Λήμνου ελαφρά οχύρωσις του Μούδρου με 4-6 ταχυβόλα και 2 προβολείς τροφοδοτουμένους από βενζινοκίνητα ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη δεν υπερέβαινε, βεβαίως, το μέτρον του δυνατού. Ηναγκάσθη, επομένως, ο Ναύαρχος» Κουντουριώτης «να αναθέτη την ασφάλειαν του ορμητηρίου από ενδεχομένην νυκτερινήν τορπιλλικήν επίθεσιν εις δύο αντιτορπιλλικά που ηγκυροβόλουν κατά την είσοδον και εξησφάλιζαν διά του πυροβολικού των και των προβολέων των την άμυναν»·ενώ, «αργότερα, διετέθησαν προς τον σκοπόν τούτον και τα παλαιά γερμανικά τορπιλλοβόλα».
Υποχρεωθήκαμε «ν’ αρκεσθώμεν, επομένως», συμπεραίνει ο Δούσμανης, «εις την διά των ολίγων πλοίων» επιτευχθείσα «σχετικήν ασφάλισιν του ορμητηρίου μας. Δοθέντος δε του λίαν περιορισμένου αριθμού των ελαφρών μας σκαφών και των πολλών και κουραστικών αποστολών, τας οποίας θ’ αναθέτα[με] εις αυτά, το πράγμα» υπήρξε «δύσκολον». Για την δε από θαλάσσης φρούρηση του Μούδρου, «απόλυτος ανάγκη θα ήτο», συμφωνεί και ο Δούσμανης (σσ.80-81), «να οχυρωθή το ορμητήριόν μας με πυροβόλα και να τοποθετηθούν νάρκαι. Αν τούτο καθίστατο δυνατόν, θα ήμεθα ήσυχοι, όταν ευρισκόμεθα εντός» του όρμου, «εν ω τώρα είμεθα διαρκώς εν εγρηγόρσει. Τι να γίνη όμως; Ούτε πυροβόλα υπάρχουν ούτε νάρκαι […]. Διά την ασφάλειάν μας, ημείς το μόνον όπερ δυνάμεθα να κάμωμεν,και κάμνομεν, είναι […] να φυλάσσωμεν τον εξωτερικόν κόλπον διά των μικρών τορπιλλοβόλων και, έστιν ότε, διά κανενός αντιτορπιλλικού».
Παρατηρεί, εν προκειμένω, όμως ο μετέπειτα Ναύαρχος Φωκάς (σ.277) ότι αν «ο Μούδρος έμεινεν ανοχύρωτος […], η ευθύνη διά τούτο δεν βαρύνει άραγε και τον ίδιον» τον προαναφερθέντα Δούσμανη «ως Αρχηγόν του Επιτελείου» που αυτός ήταν «κατά τους προπολεμικούς μήνας;» Γιατί, «απ’ αυτόν εξηρτάτο να διατεθούν προς τον σκοπόν αυτόν ολίγαι νάρκαι και μερικά ταχυβόλα (απ’ αυτά που εχρησιμοποιήθησαν εις την μοίραν των Ευδρόμων) και να εξευρεθούν δύο –τρεις προβολείς και να είναι όλα έτοιμα, ώστε, ευθύς, μετά την κατάληψιν [της Λήμνου], να σταλούν προς άμεσον εγκατάστασιν εις τον Μούδρον».
Επειδή, ωστόσο, δεν λήφθηκε εγκαίρως μέριμνα για την ως άνω φρούρηση του ναυτικού μας εκείνου ορμητηρίου, λήφθηκε το εξής, και ήδη προαναφερθέν, μέτρο: Λίγο πριν δύσει ο ήλιος, βρίσκονταν αγκυροβολημένα δυο, τουλάχιστον, αντιτορπιλικά μας στη νησίδα Άλογο τη συναντώμενη στις, μεταξύ προλιμένα και λιμένα του Μούδρου, θαλάσσιες διόδους. Και ναι μεν αποστολή των αντιτορπιλικών εκείνων ήταν η αντιμετώπιση ενδεχόμενης επίθεσης εκ μέρους εχθρικών ομοειδών τους σκαφών, όμως και τρίτο αντιτορπιλικό μας, καιροφυλακτώντας σε κατάλληλη θέση κοντά στη νησίδα Κούμπι, επιτηρούσε από εκεί το-στραμμένο προς το ανοιχτό πέλαγος- στόμιο του προλιμένα του όρμου. Στη διάρκεια,πάντως, των τελευταίων μηνών των βαλκανικών πολέμων, όταν είχαν αφοπλιστεί τα, προηγουμένως εξοπλισμένα, επίτακτα ατμόπλοια Εσπερία και Αρκαδία, τα αφαιρεθέντα πυροβόλα τους χρησιμοποιήθηκαν για την οχύρωση του Μούδρου.
Μπορεί μεν, εξάλλου, το φύσει αυτό οχυρό λιμάνι, με το τεσσάρων περίπου μιλίων εσωτερικό του μήκος, να διέθετε τότε-αλλά και τώρα- τη δυνατότητα να δεχθεί στα νερά του έναν ολόκληρο πολεμικό στόλο όσο και, όπως προεπισημάνθηκε, έναν υπολογίσιμο αριθμό μη πολεμικών σκαφών, όμως, φυσικό ήταν να συμβαίνει και το ακόλουθο: Κατά την εποχή των Βαλκανικών πολέμων, δηλαδή, στερούνταν ο Μούδρος οποιασδήποτε χερσαίας υποδομής παρέχουσας την κάθε λογής εφοδιαστική -ή μη- υποστήριξη στα πλοία του Κουντουριώτη. Για παράδειγμα, μαρτυρείται από τον τότε Ανθυποπλοίαρχο Φωκά (σσ.42-43), ότι «ως προς τας επισκευάς των πλοίων, δεν ήτο, βεβαίως, δυνατόν ν’ αποβλέψωμεν εις ύπαρξιν μονίμου ή πλωτής δεξαμενής καθώς και εις τέλεια συνεργεία Ναυστάθμου. Ο Μούδρος, άλλως τε, είχε το χαρακτήρα απλού προκεχωρημένου ορμητηρίου. Απαραίτητον όμως ήτο, τουλάχιστον, ένα μικρόν άρτιον συνεργείον διά τας ανάγκας των πλοίων, ώστε [αυτά] να μην υποχρεούνται, διά την ελαχίστην επισκευήν, να απομακρύνονται του στόλου και να καταπλέουν εις τον Ναύσταθμον της Σαλαμίνος».
Μια καλώς εννοούμενη βάση, ομοίως, κατά τον Φωκά, οποιουδήποτε πολεμικού στόλου, όφειλε να είναι ταυτόσημη-και αείποτε εξακολουθεί να ταυτίζεται- και με κάποιο «κέντρον εφοδιασμού των πλοίων του στόλου» και «εφοδιασμού κάθε είδους: Πρώτον, καυσίμων, γαιανθράκων και πετρελαίου, δεύτερον τροφίμων, τρίτον ύδατος, πολλού και καλού […], μεταφερομένου ευχερώς με ειδικάς υδροφόρους επί των πλοίων, τέταρτον υλικών […] κινήσεως και συντηρήσεως, και ιματισμού και ναυτικών εφοδίων. Και παρακαταθήκην πυρομαχικών υποτίθεται ότι πρέπει να έχη η βάσις,ώστε ν’ αναπληρούνται τα εκ του πολέμου δημιουργούμενα κενά εις τας πυριταποθήκας των πλοίων· επί πλέον δε και νοσοκομείον, όπου να μεταφέρωνται οι τραυματίαι και οι βαρέως οπωσδήποτε ασθενείς».
Όπως, εντούτοις, τονίζει η παραπάνω πληροφοριακή πηγή,«από την μακράν αυτήν σειράν των απαραιτήτων στοιχείων της ναυτικής βάσεως, ο Μούδρος,εκτός της φυσικής διαμορφώσεωςτου ορμητηρίου του, δεν παρείχεν ουδέ εν». Και τούτο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Φωκά, (βλ.σσ. 41-42), «εις ό,τι […] αφεώρα τον» προαναφερθέντα «εφοδιασμόν και» τις ως άνω «συναφείς ευκολίας, ο Μούδρος ευρίσκετο εις πρωτόγονον κατάστασιν. Πλήρης σχεδόν ανυπαρξία παντός τεχνικού έργου» τον χαρακτήριζε «και πάσης ευκολίας εφοδιασμού. Ούτε λιμενικά έργα, ούτε προβλήτες, ούτε αποθήκαι υφίσταντο, και ακόμη ολιγώτερον εργοστάσια ή συνεργεία επισκευών. Λαμπρός όρμος από γεωγραφικής και ναυτικής απόψεως, αλλ’ εντελώς εστερημένος κάθε τεχνικής τελειοποιήσεως και οργανώσεως. Το μκρόν χωρίον του Μούδρου απετελείτο από 300 περίπου σπίτια, και εις την αβαθή ακρογιαλιάν του υφίστατο μόνον μία μικρά ξυλίνη αποβάθρα, εις την οποία μόλις κατόρθωναν να προσεγγίζουν μικραί λέμβοι και αυταί άφορτοι. Εκεί πλησίον κατέληγε και σωλήν ποσίμου ύδατος,μεταφερομένου από την μοναδικήν πηγήν της περιοχής, ευρισκομένην εις δίωρον απόστασιν. Ως προς τα τρόφιμα, η νήσος είχε μίαν σχετικήν κτηνοτροφίαν,διά της οποίας ήτο δυνατόν να θεραπευθούν αι πρώται ανάγκαι του Στόλου, αλλ’ ούτε άλευρα αρκετά, ούτε νωπά λαχανικά ούτε άλλαι παρακαταθήκαι ξηρών τροφίμων υπήρχαν».
Χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, είναι το γεγονός ότι ο Ναύαρχος Κουντουριώτης, στις 16 Οκτωβρίου 1912, ζητούσε «από το Υπουργείον» των Ναυτικών «την αποστολήν αλεύρων προς επισιτισμόν της Λήμνου»! «Εγκατελελειμμένη»,συνεπώς, φαίνεται να «ήτο η Λήμνος και από την τουρκικήν διοίκησιν αλλά και από τους κατοίκους της, που μετηνάστευαν αθρόοι», υποστηρίζει ο Φωκάς (βλ.σ.42). «Και αν είχε τότε 15 περίπου χιλιάδες κατοίκων», συνεχίζει ο ίδιος, «και 50 χωρία, εν τούτοις μόνον μία αμαξιτή οδός υπήρχε εις όλην την νήσον, από Μούδρου εις την πρωτεύουσαν, το Κάστρο [σημερινή Μύρινα], και δύο τηλεφωνικαί γραμμαί υφίσταντο, ημικατεστραμμέναι και αυταί, Μούδρου-Κάστρου και Μούδρου-Πλάκας». Ευρεθείς,λοπόν, αμέτωπος, με όλες αυτές τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες «ο Ναύαρχος Κουντουριώτης όμως δεν εταράχθη», υποστηρίζει ο Φωκάς, παρά, αφού «αντίκρυσε την κατάστασιν ήρεμα, αποφασιστικά,με ενεργητικότητα, αλλά και με αυστηρότητα […], απήτησε και επέτυχε άμεσον και υπεύθυνον την φρονίδα των» Ελλήνων «κυβερνητών διά τον ανεφοδιασμόν των πλοίων των. Έπρεπε εντός ημισείας ώρας τα πλοία να είναι πάντοτε έτοιμα προς μάχην […]. Υπεύθυνοι οι κυβερνήται» του Στόλου μας (σ.43).
Γι’ αυτό, και «αι πρώται ανάγκαι και αι πρώται ελλείψεις, μέχρι της σχετικής οργανώσεως του ορμητηρίου εθεραπεύθησαν, εις την αρχήν, διά μόνον των μέσων των πλοίων και με πολλήν υπομονήν»,παρά «τας κακουχίας και […] τους πρόσθετους κόπους» (βλ. Φωκάς,σ.44). Ναι μεν, εξάλλου, όπως υποστηρίζει ο συγκεκριμένος τότε ανθυποπλοίαρχος, «εν τω μεταξύ, και ολίγον κατ’ολίγον, επληρούντο αι ελλείψεις του ορμητηρίου». Για παράδειγμα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας Μπαμπούρης (βλ. Το Ναυτικόν μας κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912- 1913,σ.25), μεταφέρθηκαν «εξ Ωρεών εις Μούδρον αι εκεί γενόμεναι εγκαταστάσεις του συνεργείου επισκευών και τα πλωτά ανεφοδιαστικά του Στόλου μας μέσα. Ήρχισεν επίσης να κατασκευάζηται και ξυλίνη προβλής προς πλεύρισιν των ρυμουλκών και φορτηγίδων, αίτινες εχρησιμοποιούντο διά την μεταφοράν των υλικών του Στόλου».
Όντας από τότε,επίσης, αυξημένες οι ανάγκες του Στόλου σε ύδωρ, στις σχετικές,επί του εν λόγω θέματος αιτήσεις του Κουντουριώτη προς την Αθήνα, ο υπουργός των Ναυτικών Ν. Στράτος, στις 9 Οκτωβρίου 1912, απαντούσε στο Ναύαρχο: «… Ζητείτε υδροφόρον αλλά ποίαν; [Πλοίο] Κούτσης αδύνατον να περιφέρεται διακινδυνεύον το πετρέλαιον. Σινιστώ υμίν να έχητε πάντοτε υπ’ όψιν ότι εντός 3 περίπου ημερών από του υμετέρου απόπλου δεν είναι δυνατή δημιουργία πραγμάτων μη υπαρχόντων πρότερον, και μη ζητείτε επειγόντως εκτέλεσιν πραγμάτων γνωστών υμίν αδυνάτων».
Την ύδρευση, πράγματι, των πολεμικών μας πλοίων την είχαν αναλάβει τα υδροφόρα σκάφη Κούτσης (χρησιμοποιούμενο το ίδιο, όπως και από τα παραπάνω φάνηκε, και ως πετρελαιοφόρο), Κρήτη και Καρχαρίας· κι απ’ αυτά, τα δύο πρώτα μετέφεραν στο Μούδρο νερό από τη Θεσσαλονίκη (μετά, ασφαλώς, την απαλλαγή της πόλης από τον οθωμανικό ζυγό, όπως, για παράδειγμα συνέβη με τον Κούτση στις 30 Οκτωβρίου του 1912), ενώ μόνο ο Καρχαρίας μετέφερε στα ελληνικά πολεμικά νερό του Μούδρου. «Το επίσης σοβαρόν» αυτό «ζήτημα της υδρεύσεως εδημιούργησεν πολλάς ακόμη δυσκολίας», προσθέτει ο ανθυποπλοίαρχος, τότε, της Ύδρας Φωκάς (σ.46), «διότι δεν επρόκειτο μόνον περί του ποσίμου ύδατος, αλλά και περί του ύδατος διά τους λέβητας των πλοίων· εκ των οποίων [πλοίων] τα παλαιότερα εστερούντο διϋλιστηρίων, ώστε να μετατρέπουν το θαλάσσιον ύδωρ εις γλυκύ. Εξώδευον, επομένως, σημαντικάς ποσότητας ποσίμου ύδατος, διά τας οποίας ήτο αδύνατον να επαρκέσουν το μικρόν υδραγωγείον του Μούδρου και η προϊστορική» προμνημονευθείσα «υδροφόρος “Καρχαρίας”». Απαιτήθηκε, συνεπώς, «η μετασκευή, κατά Νοέμβριον» του 1912, του ως άνω «οπλιταγωγού “Κρήτη” εις υδροφόρον περιεκτικότητος 250 τον., και, επί πλέον, η εν μέρει», όπως επίσης προεπισημάνθηκε, «χρησιμοποίησις του πετρελαιοφόρου “Κούτσης” ως υδροφόρου».
Όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες ο πολεμικός μας στόλος ήταν υποχρεωμένος να πραγματοποιεί τις, εντός του Μούδρου, άκρως αναγκαίες ανθρακεύσεις του, ο προαναφερθείς τότε Ανθυποπλοίαρχος Φωκάς (σ.277), ισχυρίζεται το εξής:πως δηλαδή, και πάλι «ο κ. Δούσμανης, ως Αρχηγός του Επιτελείου, κατά την προετοιμασίαν του πολέμου, θα έπρεπε να φροντίση ακόμη, ώστε και φορτηγίδες και ανθρακείς και ό,τι αφεώρα την ανθράκευσιν και την ύδρευσιν του στόλου να είναι εγκαίρως έτοιμον, διά να σταλή αμέσως εις τον Μούδρον και ν’ απαλλάξη τον Στόλον από τα βάσανα και τας ελλείψεις της πρώτης περιόδου». Ωστόσο, επί του ιδίου θέματος, ομολογούνται τα ακόλουθα από τον Φωκά (σσ.45-46): «Ως προς τον εφοδιασμόν των πλοίων εις γαιάνθρακας, κατέπλευσε μεν», στο Μούδρο, «από της πρώτης ημέρας, το ανθρακοφόρον Μ. Μιχαληνού, εις το οποίον προσετέθη, ολίγον κατόπιν και το συλληφθέν αγγλικόν ανθρακοφόρον “Πολούριαν”, του οποίου κατεσχέθη το φορτίον ως λαθρεμπόριον πολέμου…

»Φορτηγίδες όμως αρχικώς δεν υπήρχαν ούτε σάκκοι ανθρακεύσεως ή καν ζεμπίλια αρκετά. Και τα μεν αντιτορπιλλικά παρέβαλαν εις τα ανθρακοφόρα και με κόπον ηνθράκευον, οπωσδήποτε κανονικά, μεταχειριζόμενα τα καταπονημένα πληρώματά των. Των θωρηκτών όμως η ανθράκευσις ήτο ακόμη δυσκολωτέρα. Ως εκ της ελλείψεως φορτηγίδων επετάχθησαν»,κατά συνέπεια, τρία μικρά ιστιοφόρα, που ευρέθησαν εις τον Μούδρον. Έπρεπε», λοιπόν, «τα πληρώματα των θωρηκτών να φορτώνουν, πρώτον, από τα ανθρακοφόρα, τα μικρά αυτά ιστιοφόρα, άτινα, ρυμουλκούμενα μέχρι των θωρηκτών, εξεφορτώνοντο πάλιν υπό των πληρωμάτων επί των πλοίων». Έτσι όμως«κατήντησε δύο μόνον τόννοι ανθράκων την ώραν να επιβιβάζονται», με αποτέλεσμα, «η πρώτη συμπλήρωσις των γαιανθραποθηκών της “Ύδρας”», να απαιτήσει «πέντε ημέρας αληθινού μόχθου, πέντε ημέρας σκληράς παραμονής εις ατμοσφαίραν ανθρακεύσεως».
Εξακολουθούσαν, εντούτοις να είναι τόσο πολύ αυξημένες οι ανάγκες «τού εις γαιάνθρακας ανεφοδιασμού των πλοίων, ώστε τα δύο μόνον» προαναφερθέντα «ανθρακοφόρα απεδείχθησαν ανεπαρκή». Οπότε, «μόνον όταν κατωρθώθη να ευρίσκωνται εις Μούδρον τρία ανθρακοφόρα, επετεύχθη η ευχερής ανθράκευσις του στόλου διά πλευρίσεως των μικρών πλοίων εις τα ανθρακοφόρα ή διά πλευρίσεως των ανθρακοφόρων στα θωρηκτά. Σημαντική δε ευκολία εσημειώθη […], όταν μεταφέρθηκαν εκ Πειραιώς, αρχικώς μεν 90, εξ επαγγέλματος ιδιώται ανθρακείς, εις τους οποίους,αργότερα, προσετέθησαν και άλλοι, καθώς και 60 Τούρκοι αιχμάλωτοι. Απετελέσθη», κατά συνέπεια, «με τον τρόπον αυτόν αριθμός 200 ανθρακέων, που απήλλαξαν τα καταπονημένα πληρώματα από τον πρόσθετον, τον συχνότατον και βαρύτατον αυτόν κόπον».
Η ανθράκευση εξακολουθούσε να εκτελείται, πάντως, με τους εξής δύο συνήθεις τρόπους: είτε τα ανθρακοφόρα μεταφόρτωναν κατ’ ευθείαν το περιεχόμενό τους σε έκαστο πολεμικό μας πλοίο “διά παραβολής” σ’ αυτό, είτε η μεταφόρτωση πραγματοποιούνταν με την ενδιάμεση μεσολάβηση φορτηγίδων, οι οποίες,εν τω μεταξύ, είχαν καταφθάσει στο Μούδρο. Όσον, μάλιστα, αφορά την τελευταία αυτή περίπτωση, ο πυροβολητής της Ύδρας Δ. Λουρέντζος, στις 12 Οκτωβρίου 1912, σημείωνε στο ημερολόγιό του πως, τη μέρα εκείνη, είχαν αφιχθεί στο Μούδρο «η “Σφακτηρία” φέρουσα ρυμουλκισμένας φορτηγίδας, η “Σαπφώ” φέρουσα γαιάνθρακας», και «αι “Σπέτσαι” του Γουδή φέρουσαι τρόφιμα και εργάτες διά» την μεταφορά των ανθράκων.
Ο κυβερνήτης του Αβέρωφ, Σ. Δούσμανης, ακολούθως, περιγράφει και μια τρίτη περίπτωση ταυτόχρονου εφοδιασμού,με το εν λόγω καύσιμο, τριών δικών μας πολεμικών πλοίων, στο Μούδρο, με τη χρησιμοποίηση δύο ανθρακοφόρων σκαφών. «Δια να μη χάνωμεν καιρόν», μας πληροφορεί ο, ως άνω, τότε αντιπλοίαρχος, «εκανονίσθη», στις 12 επίσης Οκτωβρίου, «η ανθράκευσις» στο ναυτικό μας ορμητήριο «να γίνη ως εξής: Δεξιά του “Αβέρωφ” «παρέβαλε» το φορτωμένο με γαιάνθακα αιχμαλωτισθέν [και προαναφερθέν] αγγλικό πλοίο Πελούριαν· στα αριστερά του θωρηκτού «παρέβαλε» το ανθρακοφόρο «Μαρία Μιχαληνού, αριστερά της “Μιχαληνού” παρέβαλε» το αντιτορπιλικό Ναυκρατούσα, «και δεξιά του “Πελούριαν”» το αντιτορπιλικό Σφενδόνη. «Τοιουτοτρόπως»,λοιπόν, κατά τον Δούσμανη, ανθράκευσαν, «συγχρόνως, τρία πολεμικά πλοία και» κερδίσαμε «αρκετόν χρόνον».
Ειδική υπηρεσία, επίσης, οργανωθείσα στην παραλία του Μούδρου μεριμνούσε ώστε τα πολεμικά μας σκάφη να διαθέτουν πλήρη επάρκεια τόσο σε τρόφιμα όσο και επάρκεια κάθε άλλου απαραίτητου, για την πολεμική τους δραστηριότητα, εφοδίου. Το γεγονός, όμως, ότι, επιπλέον, και ένας αριθμός ποικίλων άλλων υπηρεσιών και υποδομών οργανώθηκε και συγκροτήθηκε τότε στο Μούδρο, αποδεικνύεται και βάσει της εξής μαρτυρίας: Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Δούσμανη (σ.68), στις 16 Οκτωβρίου του 1912, η διοίκηση της εκεί ναυτικής μας βάσης, όχι μόνο ζητούσε «από το Υπουργείον» των Ναυτικών «την αποστολήν αλεύρων προς επισιτισμόν της Λήμνου», αλλά χρειαζόταν «επίσης […] και ταχυδρομικούς, τηλεγραφικούς και τελωνειακούς υπαλλήλους». Ως προς τις υπόλοιπες αυτές ανάγκες «εφοδιασμού του στόλου εις υλικά και τρόφιμα, τα πράγματα ωργανώθησαν ευκολώτερα», υποστηρίζει ο Φωκάς(σ.47). Σύμφωνα με τον ίδιο,συγκεκριμένα, «εγκαταστάθησαν εις οικήματα της παραλίας του Μούδρου αποθήκαι τροφίμων και υλικών εις τα οποίας απεθηκεύοντο τα εκ Πειραιώς και Ναυστάθμου αποστελλόμενα. Κατασκευάσθη,επι πλέον, αρκετά καλή ξύλινη αποβάθρα, εις την οποίαν και λέμβοι και φορτηγίδες ηδύναντο να πλευρίζουν, και ούτως ο εφοδιασμός των πλοίων από των αποθηκών του ορμητηρίου, μετά τον πρώτον μήνα, κατέστη αρκετά ευχερής και κανονικός».
Στις 22, ακολούθως, Οκτωβρίου, οι του Μούδρου αιτούνταν από το Υπουργείο των Ναυτικών (βλ. Δούσμανης,σ.74) και «την αποστολήν πλωτού νοσοκομείου, χάριν των ασθενών μας, μη ιδρυθέντος έτι νοσοκομείου εις την ξηράν» του όρμου. Οπότε, μας πληροφορεί, ο τότε Αντιπλοίαρχος Δούσμανης (σ.79) ότι, στις 29 του μηνός εκείνου, «τέλος πάντων, καταπλέει το τόσον αναμενόμενον,παρ’ ημών πλωτόν Νοσοκομείον “Ιωνία”» αν και, η 30η του μηνός, σύμφωνα με τον πυροβολητή Λουρέντζο, ήταν η μέρα κατά την οποία αφίχθηκε στον Μούδρο η προαναφερθείσα Ιωνία «της “Πανελληνίου” [Ναυτιλιακής Εταιρείας] καταλλήλως μετασκευασθείσα [η εν λόγω Ιωνία σε] Νοσοκομείον». Σύμφωνα με τον Φωκά, ωστόσο (βλ.σ.47), «περί νοσοκομείου εις την ξηράν, πολύ αργότερα ελήφθη πρόνοια, και όταν απεδείχθη ότι καλύτερα θα επετυγχάνετο η νοσηλεία εις οίκημα επί της ξηράς ή επί του πλωτού νοσοκομείου “Ιωνία”, το οποίον επίσης ήργησε πολύ να ετοιμασθή και να σταλή εις Μούδρον, όπου έφθασε μόνον την 29ην Οκτωβρίου».
Όμως και επισκευαστικό συνεργείο οργανώθηκε, τότε στο ελληνικό εκείνο ναυτικό ορμητήριο, δεδομένου ότι, στις 31 Οκτωβρίου του 1912, ενημερωνόμαστε από το ημερολόγιο του προμνηνευθέντος κυβερνήτη του Αβέρωφ(σ.80): «εξακολουθεί η τακτοποίησις του Μούδρου. Προσπαθούμεν μεταφέροντες τά εις Ωρεούς ευρισκόμενα μηχανήματα κτλ., να ιδρύσωμεν εν αυτώ μικρόν εργοστάσιον, χάριν των επισκευών των διαφόρων πλοίων». Οπότε, κατά τον Δ. Λουρέντζο, στις 5 Νοεμβρίου, αφίχθηκε, στο συγκεκριμένο ναυτικό μας ορμητήριο, το ατμόπλοιο Αίολος «του Μιχαλανού, προερχόμενο εκ του Ναυστάθμου, μεταφέρον 9 μπενζινάκατες και αρκετούς τεχνίτας προς καταρτισμόν εις Μούδρον προχείρου εργοστασίου διά τας ανάγκας του Στόλου». Το συγκεκριμένο, ωστόσο, ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα και στις 12 Νοεμβρίου, όταν ο Αρχιεπιστολέας Δούσμανης, ιδού τι κατέγραφε στο σημειωματάριό του: «Ολίγον αφ’ ης κατελάβομεν την Λήμνον, ηρχίσαμεν φροντίζοντες διά την οργάνωσιν ενός συνεργείου, απαραιτήτου διά τας επισκευάς των μηχανών των πλοίων του στόλου, ιδίως των ελαφρών. Προς τούτο εζητήσαμεν να μεταφερθούν εις Μούδρον τα διάφορα μηχανήματα, κινητήριοι μηχαναί, λέβητες, εργαλεία κτλ. τα υπό του Υπουργείου αποσταλέντα εις Ωρεούς, διά την αυτόθι ίδρυσιν βάσεως πολεμικής, ως και άλλα εκ Ναυστάθμου».
Επειδή, δηλαδή, δεν είχαν τελικά επιλεγεί, από ελληνικής πλευράς, οι, απέχοντες «175 μίλλια των Δαρδανελλίων» (βλ. Φωκάς,σ.17), Ωρεοί της Εύβοιας (όπως το γεγονός αυτό είχε, ατυχώς, συμβεί στον πόλεμο του 1897) ως ναυτικό μας ορμητήριο κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, λογικό ήταν το εξής, σύμφωνα, με τον Φωκά (σ.47): ήτοι να μεταφερθούν στο Μούδρο «από τους Ωρεούς, κατά τον Νοέμβριον επίσης, τα μηχανήματα και εργαλεία του συνεργείου, που είχεν αρχικώς εγκατασταθή εκεί· και με την βοήθειαν μιας ατμομηχανής ήρχισε το συνεργείον εκείνο να λειτουργή εις τον Μούδρον και να προβαίνη εις τας μικροεπισκευάς των πλοίων». Και ο Δούσμανης, κατά συνέπεια, σημείωνε,ομοίως, στο ημερολόγιό του στις 12 Νοεμβρίου 1912 (βλ.σ.101): «Σήμερον, τέλος πάντων, ο Ναυπηγός του στόλου, εις ον ανεθέσαμεν την οργάνωσιν του συνεργείου, μοι αναφέρει ότι τα διάφορα μηχανήματα ετοποθετήθησαν ήδη, ότι τα πλείστα των τμημάτων ήρχισαν λειτουργούντα και ότι, μετά παρέλευσιν δέκα ημερών, το όλον μικρόν εργοστάσιον θα ευρίσκεται εν πλήρει λειτουργία και ότι», επομένως, «θα είναι τότε εις θέσιν» το προαναφερθέν “εργοστάσιον” «να εκτελή όλας τας εργασίας του Ναυστάθμου εν σμικρώ εννοείται» μέτρω και βαθμώ. Ιδού, τέλος, και ποια, κατά τον Δούσμανη, τμήματα περιελάμβανε το περί ου ο λόγος “εργοστάσιο”: «ξυλουργείον, χαλκουργείον,χυτήριον, λεβητοποιείον, σιδηρουργείον, εφαρμοστήριον και μηχανουργείον», ενώ σημειώνεται και το εξής: ήτοι «εις το κτίριον του Εργοστασίου, επειδή επερίσσευε χώρος, ενεκατεστήσαμεν και την τροφαποθήκην του στόλου, και,τοιουτοτρόπως, υπό την έποψιν ταύτην, ησυχάζομεν πλέον».
«Όσον αφορά την επικοινωνίαν του ορμητηρίου», ο Φωκάς (βλ. παραπάνω σελ.) μάς βεβαιώνει πως «επεσκευάσθησαν πρώτον αι τηλεφωνικαί γραμμαί Μούδρου-Κάστρου και Μούδρου-Πλάκας· αργότερα δε, με την φροντίδα του στόλου, ανασυνεδέθηκαν τα τηλεγραφικά καλώδια Κάστρου-Θεσσαλονίκης, Κάστρου-Τενέδου και Πλάκας-Ίμβρου». Όπως, μάλιστα, μας πληροφορεί ο Μπαμπούρης (σ.25), «κατά την αποκατάστασιν των τηλεφωνικών συγκοινωνιακών [sic] εξηκριβώθη ότι εκτός του από της θέσεως Πλάκα ποντισμένου τηλεγραφικού καλωδίου προς την Ίμβρον, υπήρχε και οπτικόν μηχάνημα όπερ, ανευρεθέν μετά πολυημέρους αναζητήσεις, κατεσχέθη». Επί πλέον, συνεχίζει ο Φωκάς, «επί της νησίδος Κόμπι (Κουμπί) και εις οίκημα του φάρου, που είχε παύσει να λειτουργή εγκατεστάθη φορητός σταθμός ασυρμάτου τηλεγράφου». Οπότε, «από τον σταθμόν αυτόν ανεκοινούτο εις τον ναυλοχούντα στόλον παν ό,τι έκτακτον παρετηρείτο εις το πέλαγος και πάσα προσέγγισις πλοίου προς το ορμητήριον». Και ο Δούσμανης συμφωνεί ότι όχι μόνο και «πρόχειρον νοσοκομείον κτλ.» οργανώθηκε-ως γνωστό- τότε στη συγκεκριμένη ναυτική μας βάση, όχι μόνο υποχρεωθήκαμε «επίσης να οργανώσωμεν» και «τα της διοικήσεως της» Λήμνου, αλλά, επιπροσθέτως, στη νησίδα Κούμπι του Μούδρου,ευρισκόμενη στα αριστερά του εισερχόμενου στον προλιμένα του όρμου, είχε εγκατασταθεί και σταθμός ασυρμάτου. Κατέγραφε, συγκεκριμένα, στο σημειωματάριό του, συνεπώς, στις 28 Νοεμβρίου του ’12, ο πλειστάκις μνημονευθείς Δούσμανης: «Περατούται η εγκατάστασις του σταθμού ασυρμάτου τηλεγράφου εις Μούδρον, επί της αριστεράς, τω εισπλέοντι, νησίδος Κούμπι. Προς τούτο εχρησιμοποιήσαμεν ένα των πέντε μικρών αποβατικών σταθμών» ασυρμάτου, «τους οποίους ηγοράσαμεν προ της κηρύξεως του πολέμου, καθ’ ην εποχήν προσεπαθούμεν να ετοιμάσωμεν τον στόλον προς πόλεμον. Οι μικροί ούτοι σταθμοί μάς εχρησίμευσαν και θα μας χρησιμεύσουν πολύ. Ακόμη και εις εν τορπιλλοβόλον ετοποθετήσαμεν τοιούτον».
«Με τον τρόπο αυτόν», παραδέχεται, κατά συνέπεια ο Φωκάς, «εθεραπεύθησαν, ολίγον κατ’ ολίγον, και ως προς μερικά» ζητήματα «αρκετά βραδέως», βέβαια ,«αι ανάγκαι του» εν Λήμνω τότε ορμητηρίου του στόλου μας· μέχρι τέτοιου, μάλιστα, σημείου υπήρξε αποτελεσματική η συγκεκριμένη “θεραπεία”, ώστε, στις 19 Οκτωβρίου του 1912, να σημειώνει ο υπηρετών στην Ύδρα, Δ. Λουρέντζος στο ημερολόγιό του (βλ.σσ 76-77): «Εισήλθομεν εις το ορμητήριόν μας το οποίο παρουσίαζε εξαίσιον θέαμα, τόσα πολλά ήτο [sic] τα» εντός του όρμου «πλοία, ώστε ο ηλεκροφωτισμός αυτών μακρόθεν εφαίνετο ως να ευρισκόμεθα εις το Φάληρον»! Τέλος, το Σάββατο,18η Μαΐου του 1913, ο μετέπειτα Ναύαρχος και Υπουργός των Ναυτικών Σοφοκλής Δούσμανης, κατέγραφε στο σημειωματάριό του: «εις τας 9ω45λ της εσπέρας υπερμεγέθης αερόλιθος, φωτίσας όλην την περιοχήν, κατέπεσε πλησίον της κωμοπόλεως του Μούδρου. Και με το υπέρλαμπρον ουράνιον τούτο φαινόμενον, έληξεν ο μετά της Τουρκίας πόλεμος!».
Ειδήσεις Σήμερα:
Ακολουθήστε το LimnosReport.gr - στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Λήμνο το Βόρειο Αιγαίο, όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο.