Συγγραφέας: Γαβριήλ Συντομόρου, Φιλόλογος – Ιστορικός
Στις 4,περίπου, τα ξημερώματα της 7ης Οκτωβρίου 1912, καθώς μας πληροφορεί ο τότε Αντιπλοίαρχος Σοφοκλής Δούσμανης, κυβερνήτης του Αβέρωφ, το αντιτορπιλικό Ασπίς «ήλθε προς συνάντησίν μας», ευρισκομένης της ελληνικής Ναυαρχίδας νοτίως της Λήμνου, «και μας ανήγγειλεν ότι έφθασεν, έξω του ακρωτηρίου “Τηγάνι”, το επίτακτον “Πηνειός” [και όχι ο ομώνυμος ατμομυοδρόμων], φέρον» το υπό τον Λοχαγό Ιουλιανό Κονταράτο[i], «αποβατικόν σώμα». Και ναι μεν το εν λόγω σώμα συνίστατο σε διλοχία περιλαμβάνουσα τους λόχους 5ο και 8ο -συνολικής δύναμης 500 ανδρών- του 20ου Συντάγματος Πεζικού, όμως και «το πλοίον τούτο», ο Πηνειός, συνοδευόταν, επίσης, «παρά της “Δόξης” και της “Ασπίδος”,οπότε, κατά τον ως άνω Δούσμανη, «κρατούμεν», και εμείς, οι του Αβέρωφ «αναμένοντες τον “Πηνειόν” να πλησιάση».
Σύμφωνα, αφετέρου, με μαρτυρία του συγγραφέα Ε Μπαμπούρη ( βλ. Το Ναυτικόν μας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, σσ.19&10), «την πρωίαν», της Κυριακής 7ης Οκτωβρίου, «τα θωρηκτά μας ευρέθησαν 15 μίλλια νοτίως της Λήμνου, αναμένοντα να φανή το επίτακτον “Πηνειός” […], ενώ «μετά πάροδον ολίγης ώρας, ελήφθη ραδιογράφημα της “Δόξης”, πληροφορούσης τον Ναύαρχον ότι ευρίσκετο μετά του επιτάκτου “Πηνειός”, ούτινος επέβαινε το αποβατικόν απόσπασμα εις το ύψος του ακρωτηρίου “Τηγάνι” της Λήμνου και ανέμενε τας διαταγάς του». Έτσι, «ο “Αβέρωφ”και τα ακολουθούντα τούτον πολεμικά κατηυθύνθησαν αμέσως προς το υποδειχθέν σημείον και, συναντήσαντα υπό τρικυμίαν και βροχήν, την “Δόξαν” και το [προαναφερθέν] επίτακτον, έλαβον, όλα ομού, πορείαν προς τον Μούδρον».
Σύμφωνα, εντούτοις, με τον Ναύαρχο Φωκά, κάποια σημειωθείσα «βλάβη εις την μηχανήν της “Ύδρας”- του θωρηκτού που ητοιμάσθη, όπως όπως, την τελευταίαν ώραν- ηνάγκασε όλον τον στόλον να κρατήση. Δεν θα ήτο, βέβαια, ευχάριστος η μικρά αυτή περιπέτεια, αν ο εχθρός είχε υποβρύχια περιπολούντα ή αν ο εχθρικός στόλος εξήρχετο των στενών κατά την ώραν εκείνην. Από ημερολόγιον αξιωματικού της “Ύδρας”», επιπροσθέτως, «σημειώνομεν την αγωνιώδη προσπάθειαν», κατά τον Φωκά, «τού μηχανικού προσωπικού του θωρηκτού εκείνου, διά να τελειώση, το ταχύτερον, η επισκευή της μηχανής, και τον φόβον όλου του πληρώματος μήπως απελπισθή ο Ναύαρχος διά την κατάστασιν της “Ύδρας” και την απομακρύνη του Στόλου ως άχρηστον και επικίνδυνον πλοίον. Έτρεμαν», δηλαδή οι γενναίοι τηςΎδρας «μήπως χάσουν την τιμήν της μάχης». Αλλά, «μετ’ ολίγον, επεσκευάζετο και η βλάβη της “Ύδρας”, που ευτυχώς ήταν η πρώτη και η τελευταία καθ’ όλην την πολεμικήν περίοδον, και ο Στόλος εξηκολούθησε τον πλουν του προς την Λήμνον…
»Την 4ην μ.μ. της ιδίας εκείνης μέρας ηγκυροβόλησε», μάλιστα, τότε, το παραπάνω θωρηκτό, «διά πρώτην φορά, εις τον εξωτερικόν όρμον του Μούδρου,» όπου «εκεί, μετ’ ολίγον κατέπλευσε και ο “Πηνειός” με την διλοχίαν του Ελληνικού στρατού. Ήσαν όμως διάβροχοι και κουρασμένοι οι άνδρες της διλοχίας από τον τρικυμιώδη πλουν, και η απόβασις προς κατάληψιν της νήσου ωρίσθη διά την 8ην πρωϊνήν της επομένης».
«Εις τας 11», το πρωί, της 7ης,πάντα, Οκτωβρίου, «εκκινούμεν», μας κατατοπίζει και ο Κυβερνήτης του Αβέρωφ (βλ.Ημερολόγιον Δούσμανης,σ.56) ,«και, συναντηθέντες μετά του “Πηνειού”, διευθυνόμεθα προς τον εξωτερικόν κόλπον του Μούδρου, όπου αγκυροβολούμεν ολίγον μετά τας 4μ.μ.». Όχι μόνο, ωστόσο, η θάλασσα, όπως μαρτυρείται και από τον Δούσμανη, ήταν- όπως και όλη την προηγούμενη ήδη νύχτα- «λίαν τρικυμιώδης», αλλά και στις 7 Οκτωβρίου, επίσης, συνέχιζε ο καιρός να «είναι αθλιέστατος» με μια «βροχή που δεν έπαυσε καθόλου». Έτσι, «η πρώτη ομάς των αντιτορπιλλικών ηναγκάσθη να μεταβή, όπως ανακωχεύση, προς το Β. μέρος της Λήμνου», όπου «κατέφυγε και το “Βέλος” ,εν ω η “Νίκη” εισήλθεν εις τον εξωτερικόν κόλπον του Μούδρου». Παρά, εντούτοις, την κακοκαιρία, όπως υποστηρίζει ο ως άνω αντιπλοίαρχος, (σ.57), «οι επί του “Πηνειού” στρατιώται», όντες «οι πλείστοι ναυτικοί», Κεφαλλονίτες, «δεν έπαθον από ναυτίαν. Εξ εναντίας, υπέφεραν πολύ εκ του ψύχους και βροχής. Παρ’ όλα ταύτα, μόλις μας συνήντησαν, ήρχισαν ζωηρότατα ζητωκραυγάζοντες και θορυβωδώς και παντοιοτρόπως εξωτερικεύοντες τον ενθουσιασμόν των…
»Άμα [δε] τη αγκυροβολία», εξακολουθεί να μας πληροφορεί ο Αντιπλοίαρχος Δούσμανης, «εκαλέσαμεν επί της Ναυαρχίδος τον λοχαγόν διοικητήν της διλοχίας τής επί του “Πηνειού”, και εκανονίσαμεν μετ’ αυτού τα της αποβιβάσεως του στρατού και καταλήψεως της νήσου. Η απόβασις θα γίνη την πρωΐαν, μεθ’ ο το αποβατικόν σώμα θα προχωρήση αμέσως προς κατάληψιν της πρωτευούσης της Λήμνου, Κάστρο [σημερινή Μύρινα]. Θα ενισχύσωμεν την διλοχίαν [και] διά των δύο ορειβατικών πυροβόλων του “Αβέρωφ”.Ταύτα είναι τύπου Κρουπ παλαιοτάτου, διαμετρήματος 0,75 [εκατοστ. ή 75 χιλιοστ], υπηρετούνται δε και σύρονται υπό ναυτών. Εννοείται ότι, εάν επρόκειτο περί σοβαράς, εναντίον στρατού μετά πυροβολικού, ενεργείας, ούτε σκέψις θα εγίνετο περί αποβάσεως των δύο τούτων παμπαλαίων και αστείων,διά την εποχήν μας, πυροβόλων!…».
Αλλά και οι Κατσουρός και Λουρέντζος (υπαξιωματικός μηχανικός του Αβέρωφ ο πρώτος, και υπηρετών στηνΎδρα ο δεύτερος) καταγράφουν τα ακόλουθα στα ημερολόγιά τους, σχετικά με τα της 7ης Οκτωβρίου γεγονότα και αναφορικά με τα περί τον “Πηνειό” (σσ.25&71 αντιστοίχως): «Περί την 10ην εφάνη», μας κατατοπίζει ο ως άνω υπαξιωματικός, έρχεται «εν μεταγωγικόν φέρον στρατόν διά την κατάληψιν της Λήμνου»,εμείς, εντούτοις, οι του Αβέρωφ, «λόγω της μεγάλης θαλασσοταραχής, ηγκυροβολήσαμεν το εσπέρας, αναμένοντες την πρωΐαν» της Δευτέρας,8ης Οκτωβρίου, «διά την αποβίβασιν του Στρατού εις τινα λιμένα της νήσου, [ονόματι] ‘‘Μούδρον’’, 6 ώρας» απέχοντα «της πόλεως Κάστρου»– Μύρινας, «όπου εις το φρούριον, καθ’όλην την νύκτα», της 7ης προς την 8η Οκτωβρίου, «η θάλασσα ήτο τρικυμιώδης, ώστε ηναγκάσθημεν να μένωμεν υπ’ ατμόν».
Ιδού, εξάλλου, και οι αντίστοιχες ημερολογιακές σημειώσεις του- υπηρετούντος στην Ύδρα- Λουρέντζου οι αναφερόμενες στην 7η Οκτωβρίου και στον “Πηνειό”: «καθ’ όλην την ημέραν έβρεχε,την 9ην μ.μ. κατέπλευσεν το ατμόπλοιον της “Κυκλαδικής”, “Πηνειός”, μεταφέρον περί τους 400 άνδρας μετά μιας πυροβολαρχίας. Επειδή όμως ήτο τρικυμία και συνεχώς έβρεχεν, διανυκτερεύσαμεν άπρακτοι. Την νύκταν δε της Κυριακής ελάβαμε και δεύτερον ανακοινωθέν τηλεγράφημα» σχετικό με τις κατά των Τούρκων νίκες των χερσαίων ελληνικών δυνάμεων.Το ότι, τέλος, η αποβίβαση της διλοχίας Κονταράτου δεν πραγματοποιήθηκε στις 7 Οκτωβρίου τεκμαίρεται ως εξής από την Πολεμική Έκθεση του ΓΕΣ (Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913,τ.Α΄,σ.319): «… από της 10ης πρωϊνής [της παραπάνω μέρας] ραδιοτηλεγράφημα ανήγγελλε την άφιξιν του επιτάκτου “Πηνειός”, όπερ έφερε την διλοχίαν Πεζικού. Ούτω το σύνολον του Στόλου, μετά του ως άνω εμπορικού [πλοίου] ωδηγήθη, λόγω της επικρατούσης, άλλως τε, μεγάλης κακοκαιρίας,εις Μούδρον, την 16ην ώραν, όπου, εν συνεννοήσει μετά [του] Ναυάρχου [Κουντουριώτη] και [του] Διοικητού [της] Διλοχίας,θα εγίνετο η απόβασις. Λόγω όμως της καταστάσεως των ανδρών (διάβροχοι κλπ. λόγω της θαλασσοταραχής), η απόβασις ανεβλήθη διά την επομένην»,8η Οκτωβρίου.

Την δε προ της απόβασης νύχτα, «την πρώτην εκείνην νύκτα της παραμονής του Ελληνικού Στόλου εις την Λήμνον», όπως μαρτυρείται από τον Φωκά,«ελήφθησαν, φυσικά, όλα τα μέτρα της επαγρυπνήσεως και της αμύνης από ενδεχομένης εχθρικής τορπιλλικής επιθέσεως.Τα ταχυβόλα εξωπλισμένα,και οι προβολείς εν λειτουργία και τ’ αντιτορπιλλικά περιπολούντα εις την είσοδον». Σύμφωνα, εξάλλου, με τον Μπαμπούρη (σ.20), «είχεν επέλθη ήδη η νυξ, όταν τα σκάφη ηγκυροβόλησαν εις τον εξωτερικόν λιμένα του Μούδρου»,οπότε, «ένεκα τούτου αφ’ ενός,[και] της περί των υπαρχουσών εις Μούδρον στρατιωτικών δυνάμεων του εχθρού αφ’ ετέρου, η απόβασις ανεβλήθη διά την επομένην. Πολύ, [επίσης,] προ της αγκυροβολίας, το “Βέλος” κατευθυνθέν, κατόπιν διαταγής του Ναυάρχου, εις Πλάκαν, απέκοψε το τηλεγραφικόν καλώδιον, όπερ συνέδεε την νήσον μετά της Κωνσταντινουπόλεως, μέσω Ίμβρου».Σύμφωνα, ομοίως, και με τον κυβερνήτη του Αβέρωφ (σ,57), η απόβαση, όντως, πραγματοποιήθηκε την «πρωΐαν εις τας 7ω 30΄» της παραπάνω ημερομηνίας.
Τούτο, μάλιστα, συνέβη, αφού,κατ’ αρχήν, «αι λέμβοι όλων των θωρηκτών, μετά των δύο ημών ατμακάτων, παρεβλήθησαν εις “Πηνειόν”, όστις είχε προσορμισθή προηγουμένως πλησίον του μέρους, όπερ εξελέξαμεν διά την απόβασιν, ήτοι παρά τον ορμίσκον Βουρλίδα, κείμενον αριστερά τω εισιόντι εις τον κόλπον». Η απόβαση, με άλλα λόγια, έλαβε χώρα στο βορειοδυτικό μυχό του Μούδρου, στον προαναφερθέντα ορμίσκο Βουρλίδα του χωριού Τσιμάνδρια, κοντά στον αμμώδη ισθμό Διαπόρι, τον συνδέοντα τη χερσόνησο του Φακού με την υπόλοιπη Λήμνο «Το αποβατικόν σώμα», μαθαίνουμε από τον ως άνω, τότε, αντιπλοίαρχο ,«όπερ αποτελείται, ως είπομεν ήδη, εκ δύο λόχων πεζικού (540 ανδρών εν όλω) και των δύο αποβατικών πυροβόλων του “Αβέρωφ” μετά των ναυτών υπηρετών των,ήρχισεν αμέσως αποβιβαζόμενον. Η απόβασις έγινεν εν τάξει. Η “Δόξα” είχε σταλή πλησίον του σημείου της αποβάσεως, όπως, εν ανάγκη, την υποστηρίξη. Αι φήμαι φέρουν ότι οι Τούρκοι,[ όντες]περί τους πεντακοσίους, οπλισθέντες ήδη και έτοιμοι, θα φέρουν αντίστασιν και τα τοιαύτα. Εις τον διοικητήν του αποβατικού σώματος εδόθησαν» και «αι δέουσαι διαταγαί εγγράφως», ολοκληρώνειο Δούσμανης.
Ο δε, εξάλλου, μετέπειτα Ναύαρχος Δ. Φωκάς περιγράφει κατά τον παρακάτω τρόπο την αποβίβαση ή απόβαση εκείνη (βλ. Ο Στόλος του Αιγαίου, σ.38): «Το Πρωΐ της 8ης Οκτωβρίου, με την βοήθειαν των ακάτων των θωρηκτών, ήρχισεν η απόβασις της διλοχίας εις την καθορισθείσαν θέσιν, εις την ΒΔ ακτήν του εξωτερικού όρμου του Μούδρου. Η απόβαση συνετελέσθη άνευ αντιστάσεως, αλλά με αρκετή βραδύτητα, λόγω του αβαθούς της παραλίας και της ελλείψεως αποβάθρας». Και ναι μεν το αντιτορπιλικό Δόξα, με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο, προσεγγίζοντας, υπερβολικά την ακτή, παρείχε κάλυψη στους αποβιβαζόμενους, όμως και «αι άκατοι των θωρηκτών, έμφορτοι» στρατιωτών, σύμφωνα με την ως άνω πληροφοριακή πηγή, «εστάθη αδύνατον να πλησιάσουν την ακτήν, πράγμα που ηνάγκασε τους ναύτας των λέμβων να έμβουν εις την θάλασσαν μέχρις οσφύος και να μεταφέρουν κατά μέγα μέρος επί των ώμων των τους άνδρας της διλοχίας εις την ξηράν…
»Η απόβασις αυτή», κατά συνέπεια, «την οποία θα ήθελε κανείς επιμελέστερον παρεσκευασμένην επιτελικώς, διήρκεσεν τρεις ολοκλήρους ώρας, και επερατώθη την 11ην πρωϊνήν. Το αποβατικόν σώμα, ενισχυθέν και με δύο αποβατικά πυροβόλα του “Αβέρωφ” προήλασεν αμέσως». «Την 8ην πρωϊνήν, ήρχισε η απόβασις των στρατιωτικών τμημάτων», μας πληροφορεί και ο Μπαμπούρης (σ.21), «η οποία και συνετελέσθη εντός τριών ωρών άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως. Οι Έλληνες κάτοικοι υπεδέχθησαν ενθουσιωδέστατα τους αποβιβασθέντας στρατιώτας μας προσφέραντες εις αυτούς οδηγούς και υποζύγια διά να τους βοηθήσουν εις τας περαιτέρω επιχειρήσεις των προς κατάληψιν ολοκλήρου της νήσου». Από της«πρωΐας»,επιπλέον, της «Δευτέρας,8 Οκτωβρίου», όπως πληροφορείται κανείς από το ημερολόγιο του Δ. Λουρέντζου (σ.72), «έβγαλεν το θωρηκτόν “Ύδρα” άνδρες του αγήματος εν όλου [sic] 16, με τους οποίους συμπεριλαμβάνομαι και εγώ, προς φρούρησιν διά το νερόν, μήπως και ρίψουν δηλητήριον οι Τούρκοι ή μη τυχόν και κόψουν την συγκοινωνίαν εκ της πηγής[ii]. Όπου εμείναμεν 24 ώρας, [ενώ] μετά, μας αντικατέστησαν άνδρες εκ των “Ψαρών”, μετά γίνεται αποβίβασις από των λέμβων [των] θωρηκτών».
Περί «την 7ην πρωϊνήν ήρχισεν η αποβίβασις του στρατού εις την ξηράν»,διαβάζουμε και στην ημερολογιακή μερίδα της 8ης Οκτωβρίου του 1912, την συνταχθείσα από τον μηχανικό του Αβέρωφ Γ.Κατσουρό (βλ.Προσωπικά ημερολόγια μελών…κλπ,σ.26). Αφού, μάλιστα, ο Κατσουρός μάς βεβαιώνει πως ο αριθμός των αποβιβασθέντων ανερχόταν σε «500 άνδρας υπό τον λοχαγόν Κον Κονταράτον και των αναλόγων στελεχών», ιδού πώς συνεχίζει: «Μετ’ ου πολύ διεδόθη η είδησις της αποβιβάσεως εις τα διάφορα χωρία, πλήθος δε χωρικών συνέρρευσαν μετ’ ακρατήτου ενθουσιασμού, ζητωκραυγάζοντες, [και] έξαλλοι εκ χαράς, κατεφίλουν συγκεκινημένοι τους Έλληνας στρατιώτας,ατενίζοντας μεθ’ ιεράς συγκινήσεως την κυματίζουσαν γαλανόλευκον Σημαία μας, σκορπίζουσαν της ελευθερίας τα δώρα εις τους προ 500 ετών στενάζοντας αδελφούς τους. Αμέσως οι Στρατιώται υπό την ηγεσίαν του Αρχηγού των ανεχώρησαν θέσαντες προφυλακάς εις το εσωτερικόν της νήσου προς συνάντησιν των Τούρκων, οίτινες, άμα τη εμφανίσει του Στόλου, ετράπησαν εις τα όρη και εκεί συγκεντρωθέντες ανέμενον τους ημετέρους ίνα [αντιτάξουν] την εσχάτην άμυναν».
Κατά τον μετέπειτα Ναύαρχο Καββαδία,«η νήσος υπετάγη, εντός 24 ωρών, σχεδόν αμαχητί», η δε τελευταία αυτή φράση του Καββαδία, «σχεδόν «αμαχητί», ιδού, πράγματι, πώς επαληθεύεται: Αναλυτικότερα, ο επικεφαλής της παραπάνω διλοχίας λοχαγός, αφού την 11η π.μ. ώρα ολοκλήρωσε τη μεταφορά στην ακτή της μονάδας του, χωρίς, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης επιχείρησης, να υπάρξει οποιαδήποτε τουρκική στρατιωτική αντίδραση, ενήργησε, στη συνέχεια, ως ακολούθως: κινηθείς, ήτοι, ταχύτατα, μέσω της στενωπού Βαθύ, προς Κάστρο, αντιμετώπισε, καθ’οδόν, κοντά στο τότε τουρκοχώρι Νερά (σημερινό Άγιο Δημήτριο)-και συγκεκριμένα στην τοποθεσία Μεγάλα Βράχια– τη μόνη τουρκική απόπειρα αναχαίτισής του.
Κατόπιν αψιμαχίας, όμως, οι εκεί ανθιστάμενοι Τούρκοι διασκορπίστηκαν από τους δικούς μας. Σύμφωνα, αναλυτικότερα, με τα από τον Μπαμπούρη εξιστορούμενα (σ.22), τα αποβιβασθέντα τμήματα του Κονταράτου, «παραλαβόντα και δύο αποβατικά πυροβόλα εκ του “Αβέρωφ”, ετέθησαν αμέσως εις πορείαν και, υπό τας ενθουσιώδεις ζητωκραυγάς των κατοίκων, επροχώρησαν διά της στενωπού “Βαθύ” προς την πρωτεύουσα της νήσου Κάστρον. Είχον [μάλιστα] παρέλθει τρεις ώραι, όταν από του προπορευομένου αποσπάσματος ανιχνευτών έφθασεν εις αγγελιοφόρος μεταδίδων την είδησιν ότι εις το χωρίον “Νερά” ευρίσκοντο περί τους 300-400 Τούρκοι στρατιώται κι 300 ένοπλοι Οθωμανοί χωρικοί. Το απόσπασμα, κατόπιν τούτου, επετάχυνε την πορείαν, αλλ’ όταν έφθασεν εις το προαναφερθέν χωρίον διεπίστωσεν ότι η μεταδοθείσα είδησις ήτο εξωγκωμένη, διότι δεν ευρίσκοντο παρά 41 μόνον Τούρκοι οπλίται και 2 αξιωματικοί, οι οποίοι και παρεδόθησαν με τους πρώτους πυροβολισμούς υψώσαντες λευκάς σημαίας».
Και η αντίστοιχη, αφετέρου, μαρτυρία του Φωκά συμφωνεί-αν και, εν μέρει- πως, «κατά τας 2μ.μ.», το προαναφερθέν αποβατικό σώμα «συνηντήθη, παρά το χωρίον Νερά με το τουρκικόν σώμα αμύνης το οποίον, κατόπιν μικράς αψιμαχίας, παρεδόθη. Απετελείτο, [μάλιστα, αυτό] από τον πυρήνα της τουρκικής στρατιωτικής δυνάμεως εκ 3 αξιωματικών και 40 στρατιωτών και από 300 Τούρκους χωρικούς, τους οποίους είχαν οπλίσει αι τουρκικαί αρχαί». Αλλά και σχετικά με όσα, εν συνεχεία, ακολούθησαν, μαρτυρεί τα παρακάτω ο τότε Ανθυποπλοίαρχος Φωκάς (σ.39): «κατά τας 5 όμως το απόγευμα, ο επί κεφαλής του αποβατικού σώματος,Λοχαγός Ιούλ. Κονταράτος ειδοποιήθη ότι ο [γνωστός μας] μουτεσαρίφης [της σημερινής Μύρινας] προσεπάθει να οπλίση 500 ακόμη Τούρκους χωρικούς.Κατόπιν τούτου, έσπευσε»ο Κονταράτος «να οδεύση προς την πρωτεύουσα της Λήμνου, το Κάστρον, όπου έφθασε νύκτα πλέον. Εκεί απέκλεισε την τουρκικήν συνοικίαν, ενέκλεισε τους συλληφθέντας αιχμαλώτους, συνέλαβε τον Μουτεσαρίφην και τους άλλους Τούρκους υπαλλήλους και, κατ’ αυτόν τον τρόπον, παρέλυσε και εξουδετέρωσε κάθε σκέψιν διά περαιτέρω αντίστασιν. Η κατοχή της Λήμνου είχε συντελεσθή, και το λαμπρόν στρατηγικόν σχέδιον του ναυάρχου Κουντουριώτη είχε πραγματοποιηθή με καταπλήσσουσαν αποφασιστικότητα και ταχύτητα τρεις μόνον ημέρας από της κηρύξεως του πολέμου».
Τα δε παραπάνω συμβάντα, ιδού πως, από την πλευρά της, μας τα μεταφέρει η Πολεμική Έκθεση του ΓΕΣ (σσ 319-320):την «(17ην ώραν), το «Απόσπασμα [του Λοχαγού Ιουλ. Κονταράτου] εγκατεστάθη», κατ’ αρχήν μεν, «εις ην θέσιν [τότε]ευρίσκετο,εν καταυλισμώ. Κατόπιν όμως πληροφοριών τού Μητροπολίτου Λήμνου», Στεφάνου Δανιηλίδη, «αποσταλεισών [των εν λόγω πληροφοριών] διά διδασκάλου, καθ’ ας ο εχθρός ητοίμαζεν εν τη πρωτευούση την εξόπλισιν 500 χωρικών, απειλών,συγχρόνως, και την πόλιν, η διλοχία» εκείνη «σπεύσασα,έφθασε,μετά τρίωρον νυκτερινήν πορείαν, εις Κάστρο»· όπου «απέκλεισε την τουρκικήν συνοικίαν και συνέλαβε τον μουτεσαρίφην και τους λοιπούς Τούρκους υπαλλήλους, καταργήσασα ούτω τας τουρκικάς αρχάς από του μεσονυκτίου».
Σύμφωνα, άλλωστε, με τον Μπαμπούρη (σ.22), «το απόσπασμα [Κονταράτου], λόγω του ότι» μετά την ελληνοτουρκική σύγκρουση στα Νερά, «η ώρα ήτο η 5η απογευματινή, και το […] λυκόφως είχεν επιχυθή εις την γύρω περιοχήν, το δε Κάστρον απείχεν από του σημείου εκείνου τρεις ώρας περίπου, ητοιμάζετο να καταυλισθή». Τότε όμως «ενεφανίσθη εις το» έτοιμο για καταυλισμό προαναφερθέν «στρατόπεδον εις Κρης δημοδιδάσκαλος και ανήγγειλεν ότι ο μουτεσαρίφης, συγκεντρώσας 500 Τούρκους χωρικούς ητοιμάζετο να αντιτάξη άμυναν. Ο διοικητής», κατά συνέπεια, «του αποσπάσματος διά να καταπλήξη τους Τούρκους και παραλύση πάσαν ενέργειάν των, έθεσεν αμέσως το στράτευμα εν πορεία και, φθάσας αθορύβως, εντός της νυκτός έξωθι του Κάστρου, ετοποθέτησεν, υπό φρουράν, εις μίαν αγροτικήν οικίαν τους αιχμαλώτους· κατέλαβεν κατόπιν τας διόδους της τουρκικής συνοικίας και,τέλος, παραλαβών εκατόν άνδρας, κατηυθύνθη εις την οικίαν του μουτεσαρίφη και συνέλαβεν αυτόν. Εντός [μάλιστα] της ιδίας νυκτός συνελήφθησαν και οι άλλοι Τούρκοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί της πόλεως, κατεσχέθη δε και το ταμείον». Συγχρόνως, κατά τον Μπαμπούρη (σ.23), την 8η Οκτωβρίου, «ο Στόλος εισέπλευσεν εις τον εσωτερικόν λιμένα του Μούδρου, και μετά 5θήμερον ύψωσεν επισήμως την σημαίαν εις τα δημόσια κτίρια της κωμοπόλεως».
Μετά «την εκκίνησιν δε» του Λοχαγού Κονταράτου, «προς Κάστρο, ημείς» τονίζει ο Δούσμανης-ήτοι «ο “Αβέρωφ”, μόνος-αποπλέομεν προς περιπολίαν, αφίνοντες τ’ αντιτορπιλλικά εις Μούδρον όπως αναπαυθώσιν, καθότι» τα πληρώματά τους ήσαν «πολύ κουρασμένα εκ της κακοκαιρίας. Προτού αναχωρήσωμεν», όμως, «ο Ναύαρχος κηρύσσει εις αποκλεισμόν την νήσον Λήμνον[iii], μεθ’ όλων των λιμένων και ακτών αυτής και διατάσσομεν την λήψιν των σχετικών διά την ασφάλειαν του στόλου μέτρων (περιπολίας ελαφρών σκαφών κ.α)…». Έτσι, λοιπόν, υπογραμμίζει ο κατά την εποχή εκείνη Ανθυποπλοίαρχος Φωκάς (σσ.39-40), αφενός «η κατάληψις της Λήμνου απετέλει, πράγματι, μίαν άμεσον σημαντικήν βελτίωσιν της γεωγραφικής θέσεως της Ελλάδος από στρατηγικής απόψεως», αφετέρου δε, «και ο Στόλος απέκτα, με την κεραυνοβόλον αυτήν ενέργειαν, ιδανικόν προκεχωρημένον ορμητήριον». Αλλά και ταυτόχρονα, «με την εγκατάστασιν εκεί της Ελληνικής ναυτικής δυνάμεως, ο εχθρικός στόλος απεκλείετο εξ αποστάσεως· επραγματοποιείτο, δηλαδή, ο καλούμενος “στρατηγικός αποκλεισμός”. Ήτο όμως τόσον μικρά η εκ του εχθρικού ορμητηρίου απόστασις, μόλις 50 μιλλίων, ώστε, χάρις εις τα περιπολούντα προ των Δαρδανελλίων ελληνικά αντιτορπιλλικά και την δι’ ασυρμάτου επικοινωνίαν, να εξασφαλίζεται ταχίστη η συνάντησις με τον εχθρικόν στόλον, αν [αυτός] ήθελεν επιχειρήσει έξοδον. Ενώ δηλαδή, επρόκειτο περί στρατηγικού αποκλεισμού, επιτυγχάνετο, κατ’ ουσίαν, [και] ο άμεσος, ο στενός, [και] ο τακτικός αποκλεισμός του εχθρού, με τα ίδια αποτελέσματα ως εάν ολόκληρος ο Ελληνικός Στόλος διεδρόμει διαρκώς και αενάως προ της εισόδου των Δαρδανελλίων».
«Διατάσσομεν επίσης», καθώς μας ενημερώνει ο τότε κυβερνήτης του Αβέρωφ «όπως τα τρία παλαιά θωρηκτά, μετά δύο αντιτορπιλλικών, μεταβώσιν αύριον την πρωΐαν έξωθεν του Κάστρου, όπως εν ανάγκη υποστηρίξουν το αποβατικόν σώμα, όπερ πρόκειται να εισέλθη, επίσης αύριον, εις την πρωτεύουσαν της νήσου. Ημείς περιπολούμεν καθ’ όλην την νύκτα» προς την 9η Οκτωβρίου «μεταξύ Τενέδου και Ακρωτηρίου Σίγκρι» της Λέσβου, ήτοι «εγγύτατα της ασιατικής ακτής. Ουδέν όμως τουρκικόν πολεμικόν μας ηνόχλησε. Εκτελούμεν, εννοείται, νηοψίας επί πάντων των συναντωμένων πλοίων». Για, παράδειγμα, τονίζει ο ως άνω Σ. Δούσμανης πως «παρά του πλοιάρχου αυστριακού πλοίου (Ατλαντία) μανθάνομεν ότι οι Βούλγαροι κατέλαβον το Μουσταφά-Πασά και βαδίζουν κατά της Αδριανουπόλεως», οπότε:«Τι αμαρτία!», αναφωνεί ο Δούσμανης, «οι Βούλγαροι εις την Αδριανούπολιν! Και θα θέλουν βέβαια και την Κωνσταντινούπολιν! Εν ώ ημείς;…».
«Μετά την αποβίβασιν απήραμεν ανοιχθέντες εις το Πέλαγος», συμφωνεί και ο Κατσουρός, «διά τας σχετικάς μας περιπολίας και εκτελούντες αυστηροτάτους [sic] νηοψίας επί διαφόρων πλοίων οιασδήποτε εθνικότητος· την εσπέραν δ’ εκείνην πλείστα ατμόπλοια συνελήφθησαν, ενός […] πλοιάρχου», μάλιστα, εξ αυτών «ανακοινώσαντος ότι ο τουρκικός στόλος δεν εσκόπει να εξέλθη».Οπότε, «πλήρης οργής ο Ναύαρχος ανεφώνησε: “Τι κάθεται ο[Τούρκος] Κανάγιας (συνήθης έκφρασις του γενναίου Ναυάρχου μας) και δεν βγαίνει; Τρεις μέρες τον περιμένω”»!…Το πρωί, πάντα, της 9ης Οκτωβρίου, από το Μούδρο ο Αβέρωφ γνωστοποιούσε με τον ασύρματο του στα πληρώματα των εκεί αντιτορπιλλικών μας ότι επιτρεπόταν η έξοδός τους στην ξηρά για προμήθεια τροφίμων και νερού, ενώ το ίδιο πρωινό, στον ιστό του Κάστρου της Λήμνου, υψωνόταν η Ελληνική Σημαία.
«Εις το Κάστρον, η σημαία υψώθη», σημειώνει ο Μπαμπούρης (σ.23), «παρουσία του κλήρου, των αρχών και των αγημάτων των καταπλευσάντων, εν τω μεταξύ, εις τον λιμένα, “Σπετσών”, “Ύδρας” και “Ψαρών”, και των προκρίτων όλων των χωρίων της νήσου· οι οποίοι, συγκεντρωθέντες εκεί, και μετασχόντες πανδήμου συλλατηρίου, εξέδωσαν ψήφισμα διά του οποίου διεκήρυττον ότι η νήσος και πάντες οι κάτοικοι αυτής, αποσπώμενοι εκ του οθωμανικού κράτους, ηνούντο εις αιωνίαν ενότητα μετά των ελευθέρων ομοεθνών των, αποτελούντες εις το εξής αδιάσπαστον τμήμα του Βασιλείου της Ελλάδος». «Την 9η Οκτωβρίου», μας κατατοπίζει, πράγματι, το μέλος του πληρώματος του θωρηκτού “Ύδρα”, Δ. Λουρέντζος (σ.72), «ανεχωρήσαμεν εκ του όρμου» του Μούδρου και «κατευθύνθημεν εις το Κάστρο», τη σημερινή Μύρινα. Σύμφωνα, μάλιστα, με την προαναφερθείσα πληροφοριακή πηγή, ο μεν Μούδρος απείχε τότε από το Κάστρο 2 ώρες, ενώ, μετά τον κατάπλου της Ύδρας στον ως άνω προορισμό της «εύρομεν» εκεί, συνεχίζει ο Λουρέντζος, «την σημαίαν μας άνωθεν στημένην επί των χαρακωμάτων του φρουρίου, την οποίαν εχαιρέτισεν το Αρχηγείον “Σπέτσαι”[iv] διά είκοσι ενός κανονιοβολισμών. Οι κάτοικοι πάντες ευρίσκοντο επί ποδός, τα καταστήματα είχον κλεισθεί, οι κώδωνες των εκκλησιών ήχουν χαρμοσύνως, ουρανομήκεις δε ζητωκραυγαί εδόνουν την ατμόσφαιραν. Το θέαμα ήτο συγκινητικότατον. Το απόγευμα ανεχωρήσαμεν διά το ορμητήριον» Μούδρο, «όπου διανυκτερεύσαμεν».
Ιδού, αφετέρου, τι κατέγραφε, την Τρίτη, 9η Οκτωβρίου 1912, στο ημερολόγιό του (σ.59) και ο Κυβερνήτης του Αβέρωφ, Αντιπλοίαρχος Σ. Δούσμανηςγια την «κατάληψη του Κάστρου της Λήμνου»: «Εξακολουθούμεν περιπολούντες και εκτελούντες νηοψίας. Ολίγον» δε, ακολούθως, «μετά μεσημβρίαν, διευθυνόμεθα προς την Λήμνον». Οπότε, «την 1ω μ.μ. συναντηθέντες μετά των τριών» άλλων «θωρηκτών, τα διετάξαμεν να τεθώσιν εις γραμμήν παραγωγής και λαμβάνομεν διά σημάτων αναφοράν των πεπραγμένων εν Λήμνω κατά το διερεύσαν 24ωρον. Το αποβατικόν,λοιπόν, σώμα, κατόπιν ασημάντου αντιστάσεως» των Τούρκων,«επροχώρησε και την 3ην πρωϊνήν» ώρα «εισήλθεν εις την πρωτεύουσαν της Λήμνου, το Κάστρο, εις το φρούριον του οποίου και ύψωσε την Ελληνικήν σημαίαν».
Τούρκος δε δημοσιογράφος, βιώσας αυτοπροσώπως το γεγονός της έπαρσης, στο Κάστρο της Λήμνου, της Ελληνικής Σημαίας μαρτυρεί (βλ. άρθρο Ναυάρχου Δημητρίου Λισμάνη, Ναυτική Επιθεώρηση,τ.581,σ.71): «Το φρούριο [της τωρινής Μύρινας] της Λήμνου ήρχισε να κανονιοβολή, συγχρόνως δε να ανυψούται η ελληνική σημαία επί των επάλξεων […]. Η τελετή αυτή συνωδεύετο και από ζητωκραυγάς υπέρ του βασιλέως […]. Οι εν τω ατμοπλοίω μας Οθωμανοί Έλληνες εχαιρέτων διά μανδηλίων και των πίλων των, ενώ εις των Μουσουλμάνων τα πρόσωπα εζωγραφίζετο η θλίψις και η οδύνη[…]. Δεν υπάρχει βαρύτερον και οικτρότερον» πράγμα «από το να βλέπει τις την πατρίδα» του «καταλαμβανομένην υπό του εχθρού»(εφημερίδα Αμάλθεια Σμύρνης, 14 Οκτωβρίου 1912).
«Εννοείται», συνεχίζει ο Δούσμανης (σελ. 60), ότι οι πρώην τουρκικές αρχές του νησιού «με επικεφαλής τον φίλον μας Μουτεσαρίφην ηχμαλωτίσθησαν, επίσης δε και 3 αξιωματικοί μετά 41 στρατιωτών. Όταν τα τρία» έτερα θωρηκτά μας,άλλωστε, έφθασαν «εις Κάστρο και είδον επί του φρουρίου επηρμένην την ελληνικήν σημαίαν, αι “Σπέτσαι” την εχαιρέτισαν δι΄21 βολών πυροβολικού. Ούτω λοιπόν, μετά πάροδον τόσων αιώνων δουλείας, η Λήμνος ηλευθερώθη πλέον!». Και ναι μεν, εν συνεχεία, κατά τον ως άνω κυβερνήτη της ναυαρχίδας μας,διατάχθηκαν τα τρία άλλα «θωρηκτά να μεταβώσιν εις Μούδρον, ημείς δε», οι επί του Αβέρωφ «κατευθυνόμεθα εις Κάστρο, όπου αγκυροβολούμεν». Οπότε, και «καλούμεν αμέσως ένδον τον Διοικητήν του αποβατικού σώματος», Λοχαγό Ιουλιανό Κονταράτο, «όστις αναφέρει τα της καταλήψεως και μας δίνει σχετικάς πληροφορίας», μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν, προφανώς, και η επόμενη: ότι, συγκεκριμένα, οι κάτοικοι της Λήμνου, «έξαλλοι από ενθουσιασμόν, υπεδέχθησαν ζητωκραυγάζοντες, τον ελληνικόν στρατόν, και κατεφίλουν δακρύοντες τας χείρας και τους πόδας του Διοικητού της διλοχίας».
Δόθηκε, τέλος, στον Κονταράτο η προκήρυξη του Ναυάρχου η σχετική με την κατάληψη «της νήσου,παρ’ ημών[v]», η οποία προκήρυξη, κατά τον Μπαμπούρη(σ.23), τοιχοκολλήθηκε στους δρόμους· «μεθ’ ο αποπλέομεν», καταλήγει ο Δούσμανης, «και,μετά τινα ώραν αγκυροβολούμεν εις Μούδρον, όπου, αργότερον, καταπλέει και το ανθρακοφόρον “Μαρία Μιχαλινού”. Χρησιμοτάτη η άφιξίς του και έγκαιρος».
«Εξακολουθούμεν περιπολούντες μεταξύ Τενέδου […], Μυτιλήνης και Λήμνου», καταχωρούσε, ταυτόχρονα, μεταξύ των προσωπικών του σημειώσεων, στις 9 του μηνός, ο γνωριμός μας Γ. Κατσουρός, συνεχίζοντας να εμπλουτίζει τις γνώσεις μας με τα ακόλουθα, κατά τη μέρα εκείνη, σημειωθέντα γεγονότα: «περί την 2αν μμ. Αγκυροβολούμεν εις τον λιμένα Κάστρο της Λήμνου, όπου ήδη ο Στρατός της κατοχής» είχε «καταλάβει την πόλιν», με αποτέλεσμα, «επί του φρουρίου […] και [του] Διοικητηρίου» τηςνα «υψούται μεγαλοπρεπής η Ελληνική Σημαία. Άπαντες καταλαμβανόμεθα υπό ακρατήτου ενθουσιασμού, είναι η πρώτη μας επιτυχής πολεμική επιχείρησις ,αισθανόμενοι ότι αφ’ ενός ελευθερούμεν Έλληνας αδελφούς μας, αφ’ ετέρου» δε «προσθέτομεν μίαν Νήσον εις την Πατρίδα μας, υπέρ ης ωρκίσθημεν να πολεμήσωμεν. Συνελήφθησαν αιχμάλωτοι ο Διοικητής, οι Τελώναι, και άπαντες οι δημόσιοι υπάλληλοι και η φρουρά, κατεσχέθησαν δε μερικά όπλα και χρήματα. Παρά Λημνίων εμάθομεν ότι οι Τούρκοι υποχωρούντες εις το εσωτερικόν της νήσου προέβησαν εις τας γνωστάς των λεηλατήσεις και ατιμώσεις», για τις οποίες «η φρουρά των στρατιωτών μας» τους «κατεδίωξε και» τους «συνέλαβεν. Ούτω έληξε η κατάληψις της ελληνικοτάτης Νήσου, ο δε Στόλος απέκτησεν λαμπρόν ορμητήριον, τον λιμένα Μούδρον. Διορήσας ο Ναύαρχος Διοικητήν, Λιμενάρχην και Φρούραρχον, απήλθομεν αγκυροβολήσαντες παρά του λιμένος Μούδρου».
Κατά τον ακόλουθο, αφετέρου, τρόπο, αξιολογεί τα διατρέξασες αυτές ανεπανάληπτες ιστορικές στιγμές ο μετέπειτα Ναύαρχος Καββαδίας: «Διά της κεραυνοβόλου ενεργείας του ταύτης, ο Ναύαρχος Κουντουριώτης εξησφάλισεν, από της 2ας ημέρας, τον αποκλεισμόν του τουρκικού στόλου εντός της Προποντίδος, και εντός 3 ημερών το ασφαλές, και εγγύτατα, προς την έξοδον των Δαρδανελλίων κείμενον, ορμητήριον τού στόλου του εν Μούδρω». Αλλά και «κατά το επακολουθήσαν 20ήμερον κατέπλεον»,συνεχίζει ο Καββαδίας, «το εν μετά το άλλο, εις Μούδρον τα αναμενόμενα νεότευκτα πλοία, [οπότε] και παρεσχέθη ούτως η δυνατότης εις τον στόλον να καταλάβη,διαδοχικώς, απάσας τας νήσους του Αιγαίου,πλην της Μυτιλήνης και της Χίου, διά την κατάληψιν των οποίων απητούντο σοβαρώτεραι δυνάμεις του Στρατού ξηράς, ας δεν διέθετεν ο Κουντουριώτης».
[i] Στο μέτωπο της Ηπείρου, κατά τις ελληνικές πολεμικές επιχειρήσεις του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, τις αποσκοπούσες στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, εξαιρετική υπήρξε η δράση και ενός άλλου Λοχαγού Κονταράτου, του Ξενοφώντος, ο οποίος διοικούσε το 3ο τάγμα τού, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Συνανιώτη, Ανεξαρτήτου Συντάγματος Κρητών.
[ii] Όπως, μαρτυρείται από τον συγγραφέα Ε. Μπαμπούρη (σσ 26 &27), στις 12 Οκτωβρίου, Έλληνες της Λήμνου είχαν καταγγείλει στον Κουντουριώτη «ότι οθωμανοί τινες κάτοικοι» του νησιού σκόπευαν να δηλητηριάσουν «τας πηγάς του Μούδρου εκ των οποίων υδρεύετο και ο Στόλος». Έτσι, ο Ναύαρχος διέταξε «όπως δώδεκα ένοπλοι άνδρες, μετά δύο αξιωματικών [;] της “Ύδρας” αποβιβασθούν αμέσως εις την ξηράν και σπεύσουν προς φρούρησιν της πηγής. Πράγματι, […] το άγημα [εκείνο] τεθέν υπό τας διαταγάς του οπλίτου υποκελευστού Ανδρεάδου, πρώην οπλαρχηγού εν Μακεδονία κατηυθύνθη προς την πηγήν, η οποίο ευρίσκετο εντός μιας μικρής χαράδρας, και εφρούρησεν αυτήν. Υπό του ιδίου αγήματος εφρουρήθησαν επίσης και αι άλλαι πηγαί ως και τα φρέατα της γύρω περιοχής».
[iii] Όσον αφορά το έγγραφο της κήρυξης του συγκεκριμένου αποκλεισμού, ιδού το ολιγόλογο και λιτό περιεχόμενό του: «Ο υποναύαρχος Αρχηγός του στόλου του Αιγαίου Π.Κουντουριώτης, Διακηρύσσομεν από σήμερον, 8 Οκτωβρίου 1912, ότι η νήσος Λήμνος,μεθ’ όλων των λιμένων και των ακτών αυτής ευρίσκεται εν αποκλεισμώ, διαταχθέντος υφ’ ημών και εκτελουμένου υπό του Ελληνικού στόλου. Παρέχεται 24ωρος προθεσμία προς έκπλουν εις τα τυχόν εντός των αποκεκλεισμένων λιμένων ευρισκόμενα ουδέτερα πλοία. Αντίγραφον της παρούσης διακηρύξεως κοινοποιηθήσεται προς τας εν Λήμνω τοπικάς αρχάς. Εν όρμω Μούδρω τη 8 Οκτωβρίου 1912. Ο Υποναύαρχος Αρχηγός: Π.Κουντουριώτης».
[iv] Το θωρηκτό Σπέτσαι ήταν η αρχηγίδα του Μοιράρχου – Πλοιάρχου Πέτρου Γκίνη, ο οποίος διοικούσε τη Μοίρα των γνωστών τριών παλαιών μας θωρηκτών.
[v] Τη μακροσκελή αυτή προκήρυξη ο μεν Δούσμανης την παραθέτει στις σελίδες 60-61 του Ημερολογίου του, ο δε Μπαμπούρης το αυτό πράττει στις σελίδες 23-25 του δικού του βιβλίου. Στην περίπτωση, μάλιστα, του παραπάνω αντιπλοιάρχου, ακολουθεί και η εξής κατατοπιστική σημείωσή του: «Το έγγραφο τούτο,όπως και το της κηρύξεως του αποκλεισμού της Λήμνου, συνετάχθη υπό του εφέδρου ανθυποφροντιστού Π. Αραβαντινού, διά τοιούτου είδους υπηρεσίας προσκολληθέντος υπό του Υπουργείου εις το Γ. Επιτελείον του Στόλου του Αιγαίου». Όπως, «επίσης και κάθε, εις το μέλλον, ενέργειαν του στόλου δικαστικής φύσεως κ.λ.π. υπό την αρμοδιότητα του αυτού αξιωματικού», σύμφωνα με τον Δούσμανη, επρόκειτο να υπαχθεί.
Ειδήσεις Σήμερα:
Ακολουθήστε το LimnosReport.gr - στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Λήμνο το Βόρειο Αιγαίο, όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο.